-
1 λεῖψις
II Math., negative term in an algebraic expression, opp. ὕπαρξις, λ. ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθεῖσα ποιεῖ ὕπαρξιν a minus multiplied by a minus gives a plus, Dioph.1 Def.9: dat. λείψει c. gen., minus, Id.2.21. -
2 ὕπαρξις
A existence, reality, , cf. D.3.10; opp. ἀνυπαρξία, S.E.P.1.21, cf. 3.24; opp. νόησις, Plu.2.1067c, Gal.6.115; opp. ἀναίρεσις, A.D.Conj.221.17;εἴ τις.. ἐν οὐχ ὑπάρξει τὸν χρόνον λέγοι Plot.3.7.13
.2 in Logic, existence in a subject, Ammon. in Cat.6.16, al.3 Gramm., τὰ τῆς ὑπάρξεως ῥήματα, = ὑπαρκτικὰ ῥ., A.D.Pron.25.2, cf. Stoic.2.46.4 Math., positive term, Def.9; cf.ὑπάρχω B.
IV. 3.II substance,ἡ τοῦ κέρατος ὕ. S.E.P.1.129
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπαρξις
См. также в других словарях:
λείψις — λεῑψις, εως, ἡ (ΑM) έλλειψη, στέρηση αρχ. 1. παράλειψη 2. έκλειψη 3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῑψις ἐπὶ λεῑψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῑ ὕπαρξιν», Διοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ τού λείπω +… … Dictionary of Greek